dépendance

Ενότητα:

Επιστημονική Ορολογία

Ξενόγλωσσος όρος

dépendance

Ελληνική απόδοση όρου

εξάρτηση

Περιγραφική ερμηνεία όρου

Κατάσταση προσώπου, το οποίο, λόγω ανατομικής δυσπλασίας ή σωματικής αναπηρίας, δεν μπορεί να εκπληρώσει λειτουργίες και να κινηθεί άνετα στις διάφορες εκφάνσεις της καθημερινής ζωής χωρίς τη βοήθεια άλλου προσώπου ή ακόμη τεχνητών μελών, φαρμάκων κ.λ.π. (Τομέας : Ιατρική)

Θεματική ενότητα

Γεροντολογία

Παρατηρήσεις-Σχόλια

Σημείωση : Πολύ συχνά η εξάρτηση του αρρώστου, του αναπήρου και του ηλικιωμένου δεν καταλήγει στη στέρηση ή την παραίτησή του από την αυτονομία του, παρά μόνο και μετά απο τη συσσώρευση και το συνδυασμό και άλλων εξαρτήσεων, όχι μόνο οργανικών και λειτουργικών, αλλά και άλλης φύσεως, όπως επί παραδείγματι οικονομικών, χρηματικών, κοινωνικών κ.λ.π. Βλέπε επίσης : perte d' autonomie

Τόμος

6

Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ

1997

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/