clairance
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
clairance
clearance
Ελληνική απόδοση όρου
κάθαρση
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Συντελεστής που αντιπροσωπεύει την ικανότητα ενός οργάνου ή ενός ιστού να απομακρύνει από ένα υγρό του οργανισμού μια καθορισμένη ουσία. Είναι η σχέση σε μια δεδομένη στιγμή ανάμεσα στην ποσότητα της ουσίας που αποβλήθηκε ανά μονάδα χρόνου και τη συγκέντρωση της ουσίας μέσα στο υγρό αυτή την ίδια στιγμή. Αντιστοιχεί με την υποθετική ποσότητα του υγρού που απαλλάσσεται τελείως από την προς απομάκρυνση ουσία ανά μονάδα χρόνου.
Θεματική ενότητα
Πυρηνική τεχνολογία
Τόμος
6
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
1997
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA