ostéotrope

Ενότητα:

Επιστημονική Ορολογία

Ξενόγλωσσος όρος

ostéotrope

bone seeking

Ελληνική απόδοση όρου

οστεόφιλος

Περιγραφική ερμηνεία όρου

Χαρακτηρισμός που δίνεται σε μια ουσία που επικάθεται κυρίως στα κόκαλα παρά σε άλλους ζώντες ιστούς.

Θεματική ενότητα

Πυρηνική τεχνολογία

Τόμος

6

Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ

1997

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/