marchandiseur

Ενότητα:

Επιστημονική Ορολογία

Ξενόγλωσσος όρος

marchandiseur

merchandiser

Ελληνική απόδοση όρου

εμπορευματιστής

Περιγραφική ερμηνεία όρου

Ειδικός στις μεθόδους της εμπορευματοποίησης (εμπορευματισμού). (Τομέας : Εμπόριο)

Θεματική ενότητα

Οικονομία

Τόμος

5

Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ

1994

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/