passager clandestin
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
passager clandestin
free-rider
Ελληνική απόδοση όρου
λαθρεπιβάτης
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Οικονομικός παράγων, ο οποίος κάνει χρήση ενός αγαθού, συνήθως συλλογικού, χωρίς να πληρώνει τη μερίδα του. Οι υποχρεώσεις του επιβαρύνουν τους υπόλοιπους χρήστες. (Τομέας : Οικονομία)
Θεματική ενότητα
Οικονομία
Παρατηρήσεις-Σχόλια
Σημείωση : Πρόκειται συνήθως για λαθρόβιο πρόσωπο. Μπορεί επίσης να είναι ένα πρόσωπο που επωφελείται απλώς ορισμένων ιδιομορφιών της αγοράς. Είναι π.χ. ο καταναλωτής εκείνος που αναζητεί πληροφορίες για ένα προϊόν σε εξειδικευμένα καταστήματα και το αγοράζει ύστερα σε μία υπεραγορά (σουπερμάρκετ), όπου οι τιμές είναι χαμηλότερες.
Τόμος
5
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
1994
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA