Τεκμήρια από Κέντρον Ερεύνης Επιστημονικών Όρων και Νεολογισμών

<< 10 10 >>

Σύνολο: 11615

heat-developing film

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Τύπος φίλμ όπου η εικόνα εμφανίζεται με θερμότητα

heating capacity (specific heat)

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η ποσότητα θερμότητας η οποία απαιτείται, για να αυξηθεί η θερμοκρασία μιας δεδομένης μάζας ενός υλικού κατά έναν βαθμό Κελσίου. Η θερμότητα η οποία απαιτείται, για να αυξηθεί η θερμοκρασία ενός χιλιόγραμμου (1Kg) νερού κατά έναν βαθμό Κελσίου (1ο C) είναι 4.186 τζάουλ (J).

heating degree day(s) (HDD)

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Μέγεθος το οποίο χρησιμοποιείται για να καθορίσει τις ανάγκες ενός εσωτερικού χώρου σε θέρμανση και για την ταξινόμηση των συστημάτων θέρμανσης. Η συνολική τιμή των θερμικών βαθμοημερών (το συνολικό HDD) είναι το αθροιστικό σύνολο για το έτος ανά εποχή θέρμανσης. Όσο υψηλότερη είναι η τιμή για μια συγκεκριμένη τοποθεσία, τόσο ψυχρότερη είναι η μέση ημερήσια θερμοκρασία.

heating fuels

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Οποιοδήποτε αέριο, υγρό ή στερεό καύσιμο χρησιμοποιείται για τη θέρμανση εσωτερικού χώρου.

heating load

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Το ποσοστό ροής της θερμότητας το οποίο απαιτείται, για να διατηρείται η θερμοκρασία εσωτερικού χώρου σε συγκεκριμένο επίπεδο. Συνήθως μετράται σε Btu ανά ώρα (Btu/h).

heating season

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Οι ψυχρότεροι μήνες του έτους, κατά τους οποίους η μέση καθημερινή θερμοκρασία πέφτει κάτω από 18 βαθμούς Κελσίου και δημιουργείται η ανάγκη για θέρμανση των εσωτερικών χώρων.

heating value

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η ποσότητα θερμότητας η οποία παράγεται από την πλήρη καύση μιας μονάδας καυσίμου. Η υψηλότερη (ή μεικτή) θερμαντική ικανότητα είναι εκείνη που προκύπτει, όταν όλα τα προϊόντα της καύσης ψυχθούν στην προ καύσης θερμοκρασία, οι υδρατμοί που σχηματίζονται στη διάρκεια της καύσης συμπυκνωθούν και γίνουν όλες οι απαραίτητες διορθώσεις. Η χαμηλότερη (ή καθαρή) θερμαντική ικανότητα προκύπτει με την αφαίρεση της λανθάνουσας θερμότητας της εξάτμισης των υδρατμών, οι οποίοι σχηματίζονται από την καύση του υδρογόνου μέσα στο καύσιμο, δηλαδή από την ακαθάριστη θερμαντική ικανότητα....

heavy weight paper

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Ευαισθητοποιημένο φωτογραφικό χαρτί με όρια μέσου πάχους από 0.483 μ/μ (0.0190 ίντσες)

hedge funds

Ενότητα: Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
«Ως αποτέλεσμα οι επενδυτές - κυρίως οι επενδυτικές τράπεζες και τα hedge funds - αισθάνονταν άνετα στην ανάληψη του κινδύνου χρησιμοποιώντας δανειακό χρήμα»

heliostat

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Συσκευή η οποία ακολουθεί την κίνηση του ηλίου. Χρησιμοποιείται για να προσανατολίζει συστήματα φωτοβολταϊκών συλλεκτών.

helium

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

hematincis

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή
<< 10 10 >>