Τεκμήρια από Κέντρον Ερεύνης Επιστημονικών Όρων και Νεολογισμών

<< 10 10 >>

Σύνολο: 11615

pulse duration modulation, pulse width modulation P.W.M.

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

pumped storage facility

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Εγκατάσταση παραγωγής ρεύματος η οποία αντλεί νερό σε μια δεξαμενή κατά τη διάρκεια των ωρών εκτός αιχμής και χρησιμοποιεί το αποθηκευμένο νερό (επιτρέποντάς του να πέφτει σε έναν υδροστρόβιλο), για να παράγει ισχύ κατά τη διάρκεια των περιόδων αιχμής. Η αντλούμενη ενέργεια παρέχεται με τη δυνατότητα του χαμηλότερου κόστους και η ισχύς αιχμής είναι μεγαλύτερης αξίας, ακόμα κι αν υπάρχει καθαρή απώλεια ισχύος κατά τη διαδικασία.

pupitre de commande

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

pyranometer

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Συσκευή η οποία χρησιμοποιείται, για να μετρήσει την προσπίπτουσα ηλιακή ακτινοβολία ανά μονάδα χρόνου και ανά μονάδα επιφανείας.

pyrolysis

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

pyrolysis

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Ο μετασχηματισμός μιας ένωσης ή ενός υλικού σε μία ή περισσότερες ουσίες αποκλειστικά μέσω της θερμότητας (χωρίς οξείδωση). Συχνά αποκαλείται και καταστρεπτική απόσταξη. Η πυρόλυση της βιομάζας είναι η θερμική υποβάθμιση του υλικού ελλείψει αερίων αντίδρασης. Συμβαίνει προηγουμένως ή ταυτόχρονα με τις αντιδράσεις αεριποίησης σε εξαερωτή. Τα προϊόντα της πυρόλυσης αποτελούνται από αέρια, υγρά και κυρίως άνθρακα. Το υγρό μέρος της πυρόλυσης της βιομάζας αποτελείται από αδιάλυτη πίσσα και πυρολιγνιτικά οξέα (οξικό οξύ, μεθανόλη, ακετόνη, εστέρες, αλδεΰδες και φουρφουρόλη)....

pètrolier-vraquier minéralier

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Πλοίο που μπορεί να μεταφέρει υδρογονάνθρακες, μετάλλευμα ή εμπορεύματα σε στέρεη μορφή, χωρίς ειδική συσκευασία (χύδην). (Τομέας : Εμπορική ναυτιλία / Θαλάσσιες μεταφορές)

pénurie

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

période (radioactive)

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Χρόνος απαραίτητος για την κατά το ήμισυ μείωση της δράσης ραδιενεργών στοιχείων σύμφωνα με καθορισμένη διεργασία διάσπασης.

période de ligne

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η χρονική διάρκεια κατά την οποία μια σειρά από ηλεκτρονικούς ανιχνευτές τοποθετούνται στο συλλέκτη. (Τομέας : Ηλεκτρομαγνητική τηλεανίχνευση/Δορυφόρος SPOT)

période de précipitation

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας συμβαίνει πτώση βροχής, χιονιού, χαλαζιού κλπ.

période-ligne

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή
<< 10 10 >>