Τεκμήρια από Όλα τα κέντρα

<< 10 10 >>

Σύνολο: 316214

multiple-choice

Ενότητα: Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
«Αλλά στην αντίληψη των καθημερινών πραγμάτων και κάπου ανάμεσα στις multiple-choice (τέσσερις δοσμένες) απαντήσεις»

multitasking

Ενότητα: Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
«“Το μουλτιτάσκινγκ: δεν θυμάμαι, γιατί έχω πολλά στο μυαλό μου”. Η περίφημη πρακτική του multi-tasking, να διεκπεραιώνεις, δηλαδή, πολλά καθήκοντα ταυτόχρονα, θεωρείται κατ' εξοχήν προνόμιο της ψηφιακής γενιάς, αφορά όμως και τους μεγαλύτερους. Μιλάς στο κινητό, ενώ ταυτόχρονα τσεκάρεις τα μηνύματά σου στο Ίντερνετ, ρίχνεις μια ματιά στην οθόνη της τηλεόρασης, ενώ έχεις ανοιχτό και το ραδιόφωνο»

municipal solid waste (MSW)

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Απόβλητα από νοικοκυριά και επιχειρήσεις μιας κοινότητας τα οποία δεν είναι χαρακτηρισμένα ως επικίνδυνα.

municipal waste

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Όπως καθορίζεται στην Πράξη Ενεργειακής Ασφάλειας (P.L. 96-294, 1980) αστικά απόβλητα αποτελούν : οι οργανικές ουσίες, συμπεριλαμβανομένων των λυμάτων, λυματολάσπης, βιομηχανικών ή εμπορικών αποβλήτων, καθώς και τα ανόργανα απορρίματα από κάθε δημόσια και ιδιωτική αποκομιδή ή από παρόμοιες ροές αποβλήτων (εκτός από τις ροές που αποτελούν τα γεωργικά απόβλητα ή τα ξύλινα υπολείμματα και τα υπολείμματα από τις δραστηριότητες συγκομιδής ξύλου ή την παραγωγή δασικών προϊόντων).

mutarotation

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

mutation

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

mère porteuse

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Μητέρα που κυοφορεί για λογαριασμό τρίτων.

mécanisme

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

mécanisme de régénération naturelle

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Μηχανισμός που επιτρέπει, μετά από μια απώλεια όζοντος, να αυξάνεται η ποσότητα του όζοντος μέσα στα πιο χαμηλά στρώματα της ατμόσφαιρας, ούτως ώστε οι υπεριώδεις ηλιακές ακτίνες, μη συναντώντας πια όζον στο δρόμο τους, να εισχωρούν πιο βαθιά μέσα στη στρατόσφαιρα και να προκαλούν διάσπαση περισσότερων μορίων οξυγόνου.

mécène

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει υλική υποστήριξη χωρίς άμεσο αντάλλαγμα εκ μέρους του ωφελουμένου προς ένα έργο ή ένα πρόσωπο για δραστηριότητες που παρουσιάζουν γενικό ενδιαφέρον. (Τομέας : Οικονομία/Χρήμα)

mécénat

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Υλική υποστήριξη, χωρίς άμεσο αντάλλαγμα εκ μέρους του ωφελουμένου, προς ένα έργο ή ένα πρόσωπο για δραστηριότητες γενικού ενδιαφέροντος. (Τομέας : Οικονομία/Χρήμα)

médicament

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή
<< 10 10 >>