Τεκμήρια από Όλα τα κέντρα

<< 10 10 >>

Σύνολο: 316214

power (solar) tower

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Όρος ο οποίος χρησιμοποιείται, για να περιγράψει ηλιοθερμικά συστήματα ισχύος με κεντρικό δέκτη, όπου μια σειρά ανακλαστήρων εστιάζουν το φως του ηλίου σε έναν κεντρικό δέκτη και σε απορροφητή τοποθετημένο σε πύργο.

power coefficient

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η αναλογία της ισχύος η οποία παράγεται από μία συσκευή μετατροπής της αιολικής ενέργειας προς την ισχύ (P) της ελεύθερης ροής του ανέμου σε μια συγκεκριμένη περιοχή.

power factor (PF)

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η αναλογία της πραγματικής ισχύος η οποία χρησιμοποιείται σε ένα κύκλωμα, εκφραζόμενης σε βατ (W) ή κιλοβάτ (KW) προς τη δύναμη που προέρχεται από μια πηγή ισχύος, η οποία μετράται σε βολτ-αμπέρ (VA).

power transmission line

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Ηλεκτρικός αγωγός ο οποίος μεταφέρει ηλεκτρική ενέργεια από μια γεννήτρια σε άλλες θέσεις για διανομή.

powered flight

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

praseodymium

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

prediction

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

predictions of minor planets

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

predissociation

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

preheater (solar)

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Σύστημα ηλιακής θέρμανσης το οποίο προθερμαίνει νερό ή αέρα, που στη συνέχεια θερμαίνεται περισσότερο με άλλη θερμαντική συσκευή.

premier entré, premier sorti

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Σύστημα κατά το οποίο η λογιστική καταχώρηση ενός αναλωθέντος είδους της αποθήκης γίνεται με βάση την τιμή του πρώτου ομοίου είδους, εκείνου πρώτο εισήχθη στην αποθήκη. (Τομέας : Λογιστική/Διαχείρηση αποθεμάτων)

premium

Ενότητα: Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
«Η διαπραγμάτευση της μετοχής γίνεται με μικρό συγκριτικά με τις υπόλοιπες premium...»
<< 10 10 >>