Βασικές αρχές της προσωκρατικής φιλοσοφίας
Επιμέλεια:Ευάγγελος Οικονόμου
Με τον όρο «προσωκρατικοί» αναφερόμαστε στους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους που έδρασαν πριν από τον Σωκράτη, στη σκέψη των οποίων θεμελιώνεται ουσιαστικά η αφετηρία της ελληνικής φιλοσοφικής και επιστημονικής σκέψης. Πρόκειται για τους πρώτους διανοητές στην ιστορία του πνεύματος, οι οποίοι, αποδεσμευόμενοι σταδιακά από το χάος της προεπιστημονικής και προφιλοσοφικής εποχής, θα αναδείξουν τις πρώτες συγκροτημένες δομές σκέψης, στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν τη δομή και τη λειτουργία του κόσμου έξω από το πλαίσιο της μυθικής – θρησκευτικής σκέψης, της αυθεντίας ή της παράδοσης.
Κοιτίδα αυτού του πρωτόφαντου τρόπου σκέψης είναι η γη της Ιωνίας του 6ου αι. π.Χ. (από όπου θα πάρουν και το όνομά τους σχηματικά όλοι οι διανοητές αυτής της περιόδου, «Ίωνες φιλόσοφοι»), παρά το γεγονός ότι τόσο στη Θράκη όσο και στην Αθήνα και στις πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας, στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία, θα κάνουν την εμφάνισή τους άνθρωποι που άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι της σκέψης τους στη φιλοσοφία της περιόδου αυτής.
Στο πλαίσιο της προσωκρατικής φιλοσοφίας αναδείχθηκαν διάφορες σχολές, όπως η Ιωνική ή αλλιώς σχολή της Μιλήτου (Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης), η ελεατική (Ξενοφάνης, Παρμενίδης, Ζήνων, Μέλισσος), οι Πυθαγόρειοι (Πυθαγόρας και οι γνωστότεροι οπαδοί του, μεταξύ αυτών ο Φιλόλαος, ο Τίμαιος, ο Αρχύτας και άλλοι), οι Ηρακλειτικοί με δεσπόζουσα φυσιογνωμία τον ίδιο τον Ηράκλειτο, η ατομική σχολή (Αναξαγόρας, Λεύκιππος, Δημόκριτος) και ο Εμπεδοκλής, που αντιπροσωπεύει την προσπάθεια σύνθεσης των διαφορετικών απαντήσεων που έδωσαν οι προσωκρατικοί στο πλαίσιο ενός ενιαίου φιλοσοφικού λόγου.
Από πολλούς μελετητές διατυπώνεται ο προβληματισμός κατά πόσο η προσωκρατική σκέψη ανήκει στην ιστορία της φιλοσοφίας ή στην ιστορία της επιστήμης. Ο προβληματισμός αυτός θεμελιώνεται στη διαπίστωση ότι η φιλοσοφική σκέψη συνυφαίνεται εκ παραλλήλου με την επιστημονική, καθώς, σύμφωνα με τους Zeller – Nestle, δεν υφίσταται ακόμα διάκριση ανάμεσα στην καθαρή θεωρία (speculation) και στην εμπειρική έρευνα. Έτσι, αστρονομία και μαθηματικά, φυσική και ιατρική κατανοούνται μέσα στην επικράτεια της φιλοσοφίας. Κατά τον Vegetti «αυτό που γεννιέται στη Μίλητο τον 6ο αι. δεν είναι ακριβώς φιλοσοφία, αλλά μια ευφυής και απροκατάληπτη μορφή ορθολογικής σκέψης, η οποία φιλοδοξούσε να βάλει τάξη σε ένα νέο κόσμο και να εξεύρει τρόπους ελέγχου των πραγμάτων, στηριζόμενη σε μια στενή συνεργασία των τεχνικών – πρακτικών δυνατοτήτων της εποχής με τη θεωρητική επεξεργασία των φυσικών και κοινωνικών προβλημάτων». Αυτό εξηγεί γιατί οι διανοητές αυτοί ονομάζονται «φυσικοί», «φυσιολόγοι», «σοφοί» ή «σοφιστές» αλλά όχι φιλόσοφοι, παρά το γεγονός ότι ο όρος ήταν δόκιμος την εποχή αυτή.
Κεντρικός στόχος της προσωκρατικής έρευνας, όπως εμφαίνεται από τον «Περί Φύσεως» τίτλο που φέρεται να έχουν τα έργα των περισσοτέρων διανοητών, είναι η κατανόηση και ερμηνεία της φύσης, τόσο ως δομή όσο και ως λειτουργία. Αυτό θα τους οδηγήσει να αναζητήσουν το στοιχείο εκείνο που αποτελεί την «αρχή» του κόσμου, τόσο με τη χρονική σημασία του όρου, ως ξεκίνημα δηλαδή και αφετηρία, όσο και με τη σημασία της ουσίας, του δομικού δηλαδή στοιχείου, στη βάση του οποίου συγκροτείται το φυσικό χάος σε κόσμο. Η «αρχή» αυτή θα εντοπιστεί σε κάποιο φυσικό στοιχείο, διαφορετικό για κάθε φιλόσοφο, το οποίο και θα αρθεί στο επίπεδο του θείου, εκτοπίζοντας πλέον από το ερμηνευτικό προσκήνιο τους ανθρωπόμορφους θεούς. Αυτό, ωστόσο, δεν πρέπει να εκλαμβάνεται και ως άρνησή τους. Αντιθέτως, όπως αναφέρει ο Vegetti, εφόσον η θεότητα ταυτίζεται με τη φύση, η διερεύνησή της θα ανακαλύψει και τους νόμους που διέπουν το θείο αφενός, αφετέρου η ταύτιση της φύσης με το θείο θα σημάνει την οντολογική της αναβάθμιση, ανάγοντάς την σε γνωστικό αντικείμενο υπέρτατης αξίας. Επιπλέον, η αναζήτηση της «αρχής» αποτελεί γεγονός κεφαλαιώδους σημασίας στην ιστορία της σκέψης, καθώς για πρώτη φορά η χαοτική πολλαπλότητα του φυσικού κόσμου θα αναχθεί στην απλότητα μιας αρχής, από την οποία εν συνεχεία θα παραχθεί η άπειρη ποικιλία του κόσμου της εμπειρίας.
Ωστόσο, το ζήτημα της «αρχής», της γέννησης δηλαδή του κόσμου και των εν αυτώ όντων, φέρνει αναπόδραστα στο προσκήνιο το ζήτημα της φθοράς, και συνακόλουθα του θανάτου των όντων αυτών. Έτσι, οι προσωκρατικοί θα ασχοληθούν επιπλέον με ζητήματα σχετικά με το γίγνεσθαι, (γέννηση - θάνατος, κίνηση - ακινησία), τα οποία τελικά θα μετασχηματιστούν σε ερωτήματα αναφορικά με το είναι και το μη είναι. Πρόκειται για ζήτημα το οποίο εφεξής θα συγκροτεί την ουσία κάθε φιλοσοφικής διαμάχης, τους πόλους της οποίας σχηματικά θα ενσαρκώσουν πρώτοι ο Παρμενίδης και ο Ηράκλειτος αντιστοίχως. Αυτό, κατά τους Zeller και Nestle, συμβαίνει διότι η λέξη που χρησιμοποιούν οι Έλληνες για να δηλώσουν την αισθητή πραγματικότητα, η «φύσις», τους έδινε την αφορμή να την αντικρύσουν όχι ως κάτι τελειωμένο, αλλά ως κάτι που γεννιέται και βλασταίνει, ως λειτουργία (Prozess = διαδικασία).
Τέλος, από τα ζητήματα αυτά θα προκύψουν ερωτήματα επιστημολογικού - γνωσιοθεωρητικού περιεχομένου αναφορικά με το αν και κατά πόσο μπορούμε να εμπιστευόμαστε τις αισθήσεις κατά την γνωστική διαδικασία, καθώς επίσης και αν υφίσταται σχέση και τι είδους μεταξύ των αισθητηριακών δεδομένων και της νόησης. Ωστόσο, τα ερωτήματα αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο προβληματισμού των παλαιότερων εκπροσώπων της ιωνικής διανόησης, γι αυτό και από μεθοδολογική άποψη η σκέψη τους χαρακτηρίζεται δογματική.
Πολλοί μελετητές είδαν στους προσωκρατικούς τους πρώτους υλιστές. Ωστόσο, ορθότερη φαίνεται η προσέγγιση εκείνων που τους περιγράφει ως «υλοζωιστές» ή παμψυχιστές, καθώς οι σοφοί εκείνοι, συνάδοντας προς την νοοτροπία των Ελλήνων, ένιωθαν την φύση ως έμψυχη, δηλαδή εμφορούμενη λογικότητας, μη κάνοντας διάκριση μεταξύ Νου και φθαρτής Ύλης. Αυτό θα έχει ως συνέπεια να κατανοείται ο νους ως οργανικό στοιχείο του φυσικού είναι.
Τέλος, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, παρά τον ολοφάνερο φυσιοκρατικό της χαρακτήρα, η προσωκρατική φιλοσοφία περικλείει ήδη μέσα της όλα τα σπέρματα των προβλημάτων και των κλάδων που θα απασχολήσουν τις επόμενες φάσεις της ελληνικής σκέψης και επιστήμης. Πάντως, ανεξάρτητα από την ορθότητα ή μη των απαντήσεων που έδωσαν στα ερωτήματα που έθεσαν, η αξία της προσωκρατικής σκέψης έγκειται σε αυτό ακριβώς, ότι είναι σκέψη, την ορθότητα της οποίας δεν εγγυάται πλέον η παράδοση και το ιερατείο, αλλά η εσωτερική συνοχή και η λογική που διέπει τα επιχειρήματα που διατυπώνει. Άλλωστε, εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία σε μια φιλοσοφία, όπως αναφέρει ο Βέικος, δεν είναι η συμφωνία της με τις δικές μας πεποιθήσεις, αλλά αυτή καθ΄εαυτήν η λειτουργία του φιλοσοφείν, η ένταση και η παρωθητική δύναμη μιας φιλοσοφικής σκέψης. Και την παρώθηση αυτή οι προσωκρατικοί την προσέφεραν απλόχερα.
Βιβλιογραφία
Αντωνιάδης Β., Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφ. Θ. Πενολίδης, Γ. Δαρδιώτης, εκδ. Κράτερος, Αθήνα 2009.
Βεϊκος Θ.Α., Οι προσωκρατικοί, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα 1995.
De Crescenzo L., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, μτφ. Π. Σκόνδρας, Αθήνα: Οδυσσέας 2004.
Guthrie W.K.CH., Οι Έλληνες Φιλόσοφοι. Από τον Θαλή ώς τον Αριστοτέλη, μτφ. Α. Σακελλαρίου, Αθήνα: Εκδ. Παπαδήμα 1993.
Κάλφας B.-Ζωγραφίδης Γ., Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη 2006.
Kingsley P., Αρχαιοελληνική σκέψη και δυτικός πολιτισμός, μτφ. Γ. Μπαρουξής, Αθήνα: Διόπτρα 2006.
Kirk G.S.– Raven J.E. – Schofield M., Οι Πρωσωκρατικοί Φιλόσοφοι, μτφ. Δ. Κούρτοβικ, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1998.
Μπέρτραντ Ρ., Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, τομ. 4, μτφ. Αιμ. Χουρμούζιος, εκδ. Αρσενίδη
Snell Br., Η ανακάλυψη του πνεύματος. Ελληνικές ρίζες της ευρωπαϊκής σκέψης, μτφ. Ιακώβ Ι. Δανιήλ, Αθήνα: ΜΙΕΤ 2009.
Vegetti M., Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφ. Γ. Δημητρακόπουλος, Π. Τραυλός 2003
Windelband W.-Heimsoeth H., Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας. Η Φιλοσοφία των Αρχαίων Ελλήνων. Η Φιλοσοφία των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών Χρόνων, τ. Α΄, μτφ. Σκουτερόπουλος Ν.Μ., Αθήνα ΜΙΕΤ 2001.
Zeller E.–Nestle W., Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας, μτφ. Χ. Θεοδωρίδης, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1997.
Cornford F.M., Before and after Socrates, Cambridge University Press 1972