Προβολή εικόνων Κέντρον Ερεύνης Ελληνικής Φιλοσοφίας
<< 10 10 >>Σύνολο: 4244
ξυνόν (ἐστί)
(Είναι) αδιάφορο
ξυνὸς
Κοινός
ξυνῇ
Από κοινού
ξύεσθαι
Ξύνομαι
ξύλον
Ξύλο
ξύνεσις
βλ. σύνεσις
ξύνεσις
Βλ. σύνεσις
οἰακίζειν
Κατευθύνω το πηδάλιο/κυβερνώ
οἰκέτης
Οικόσιτος δούλος
οἰκήιος
Βλ. οἰκεῖος
οἰκεῖν
Κατοικώ
οἰκεῖος
Οικείος/προσιδιάζων