Τεκμήρια από Κέντρον Ερεύνης Επιστημονικών Όρων και Νεολογισμών

<< 10 10 >>

Σύνολο: 11615

dépôt brut

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Ως μικτή εναπόθεση ορίζεται το υλικό που συγκεντρώνεται από δειγματολήπτη ανοικτό στην ατμόσφαιρα όλες τις ώρες. Περιλαμβάνει όλες τι υγρές εναποθέσεις, τις ξηρές καθιζήσεις και μερικά αερολύματα και αέριες απορροφήσεις.

dépôt de garantie

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Μέρος της τιμής ενός εμπορεύματος, μιας υπηρεσίας ή ενός στοιχείου ενεργητικού, που έχουν αγορασθεί επί προθεσμία, το οποίο καταβάλλεται κατά την κατάρτιση της συμβάσεως. (Τομέας : Χρηματοοικονομικός/Χρηματιστήριο)

dépôt sec

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Όλες οι διαδικασίες - εκτός από τις διαδικασίες καθίζησης - με τις οποίες τα υλικά απομακρύνονται από την ατμόσφαιρα και εναποτίθενται στην επιφάνεια της γης.

dépôt total

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Υλικό ρύπων, ατμοσφαιρικής προέλευσης, που έχει ενποτεθεί ως ξηρή και υγρή κατακρήμνιση.

dérapage

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

déréglement

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

désinflation

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

désinvestissement

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

déstockage

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

déséquilibre

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

détail

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

détectabilité

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
1.Ονομασία που δίνεται στην ονομαστική επιδεξιότητα ενός οργάνου ή ενός συστήματος λήψεως, στο να εμφανίσουν τη μικρότερη ποσότητα, που συχνά ονομάζεται «κατώφλιον», ενός δεδομένου μεγέθους. 2. Ικανότητα του ιδίου του οργάνου ή του ιδίου του συστήματος λήψεως υποκειμένη στις συνθήκες υπό τις οποίες λειτουργεί στο να καθιστά εμφανή αντικείμενα, των οποίων η ονομαστική ανιχνευτικότητα δεν επιτρέπει να γίνουν αυτά διακριτά.
<< 10 10 >>