Τεκμήρια από Κέντρον Ερεύνης Επιστημονικών Όρων και Νεολογισμών

<< 10 10 >>

Σύνολο: 11615

renewable energy

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Ενέργεια η οποία προέρχεται από πηγές που ανανεώνονται ή δεν μπορούν να μειωθούν. Στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας περιλαμβάνεται το κινούμενο νερό (υδροηλεκτρική ενέργεια, παλιρροϊκή ενέργεια και κυματική ενέργεια), τα θερμά ρεύματα στο ωκεάνιο νερό, η βιομάζα, η γεωθερμική ενέργεια, η ηλιακή ενέργεια και η αιολική ενέργεια. Τα αστικά (κοινοτικά) στερεά απόβλητα θεωρούνται, επίσης, πηγή ανανεώσιμης ενέργειας.

renforcer l' infrastructure régionale

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

renseignement

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

rentabilité

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

repli de la tropopause

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Πτύχωση λίγο ως πολύ εκτεταμένη στη δομή της τροπόπαυσης, η οποία έχει προκληθεί από συμπίεση πάνω σε αυτή τη δομή.

report en arrière de déficit

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δυνατότητα που προσφέρεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις σε επιχειρήσεις που υπόκεινται στο ειδικό φορολογικό καθεστώς των εταιρειών, να μεταθέτουν τη ζημιά μιας χρήσεως στα μη διανεμημένα κέρδη προηγουμένων χρήσεων, εμφανίζοντας έτσι υπέρβαση οφειλομένου φόρου και άρα ισόποση απαίτηση κατά του δημοσίου. (Τομέας : Χρηματοοικονομικός)

reprise

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

research rocket (sounding rocket)

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

residual thiosulfate

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Θειοθειική αμμωνία ή θειοθειικό νάτριο (HYPO) που απομένει στο φίλμ ή το χαρτί μετά από το πλύσιμο. Επειδή αυτό έχει βλαβερή επίδραση και μειώνει τη σταθερότητα, χρειάζεται προσεκτικός έλεγχος κατά την εμφάνιση για να μη ξεπεραστούν τα επιτρεπτά όρια.

residual thiosulfate test

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Μέθοδος δοκιμασίας με χρήση χλωριούχου υδραργύρου, για τη μέτρηση υπολειμμάτων θειοθειικών αλάτων

resistance

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η εγγενής ιδιότητα ενός υλικού να εμποδίζει τη μεταφορά ενέργειας. Στους ηλεκτρικούς αγωγούς η ηλεκτρική αντίσταση προκύπτει κατά την παραγωγή θερμότητας. Η ηλεκτρική αντίσταση μετράται σε ωμ (Ω).

resistance heating

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Τύπος συστήματος θέρμανσης, του οποίου η θερμότητα παράγεται από την αντίσταση του ηλεκτρικού ρεύματος, το οποίο ρέει μέσω ενός αγωγού.
<< 10 10 >>