Τεκμήρια από Κέντρον Ερεύνης Επιστημονικών Όρων και Νεολογισμών

<< 10 10 >>

Σύνολο: 11615

blocking minority

Ενότητα: Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
«Το σχέδιο του υπουργείου Οικονομίας από το 2005 αφορούσε την εισαγωγή μειοψηφικού πακέτου από όλους τους υφιστάμενους μετόχους, ενώ σε κάθε περίπτωση το ποσοστό του Δημοσίου δεν θα υποχωρούσε κάτω από το 33,33% (blocking minority), που κατοχυρώνει τα δικαιώματα της καταστατικής μειοψηφίας...»

blood boiling

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

blower door

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Συσκευή η οποία χρησιμοποιείται, κατά την ενεργειακή επιθεώρηση, για να ρυθμίσει την ατμοσφαιρική πίεση ενός κτηρίου με τρόπο, ώστε να εντοπίζει τα σημεία διαρροής αέρα και απώλειας ενέργειας.

blown-in insulation

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Προϊόν μόνωσης το οποίο αποτελείται από χαλαρές ίνες ή ινώδεις σβόλους, που εισάγονται υπό πίεση στις εσοχές ή κοιλότητες ενός κτηρίου με χρήση ειδικού φυσητήρα.

blue base film

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

blue chip

Ενότητα: Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
«Χαρακτηριστικό της αβεβαιότητας που επικρατεί είναι το ότι ενώ την Παρασκευή η αγορά ξεκίνησε ανοδικά με τον Γενικό Δείκτη να κερδίζει στην αρχή έως και 1,2%, αλλά να γυρίζει μετά στο “κόκκινο”λόγω πωλήσεων στα blue chip και κυρίως στις τράπεζες»

blue haze

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

body language

Ενότητα: Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
«Καμμιά φορά δεν είναι τόσο οι λέξεις που μετράνε, όσο οι κινήσεις και η λεγόμενη “γλώσσα του σώματος”(body language)»

boiler

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δοχείο ή δεξαμενή όπου η θερμότητα, η οποία παράγεται από την καύση καυσίμων, όπως το φυσικό αέριο, το πετρέλαιο ή ο άνθρακας, χρησιμοποιείται για να παραγάγει καυτό νερό ή ατμό σε εφαρμογές, όπως θέρμανση κτηρίων, παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ή θερμότητας για βιομηχανική χρήση.

boiler feedwater

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Νερό ανατροφοδότησης ενός λέβητα το οποίο χρησιμοποιείται, για να αντικαθιστά αυτό που εξατμίζεται κατά την παραγωγή ατμού.

boiler pressure

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η πίεση του ατμού ή του νερού σε λέβητα. Συνήθως μετράται σε λίβρες ανά τετραγωνική ίντσα (lb/in2) ή σε μονάδες bar.

boiler rating

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η θερμαντική ικανότητα ενός λέβητα ατμού εκφραζόμενη σε Btu ανά ώρα (Btu/h).
<< 10 10 >>