ἀλεπόπουλλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλεπόπουλλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλεπόπουλλο τό, ἀλεπόπουλλον Ρόδ. ἀλεπόπουλλο σύνηθ. ἀλουπόπουλλο Κεφαλλ. ἀλ’πόπουλλον Ρόδ. ἀλουπόπ’λλου Θεσσ. (Πήλ.) ἀλ’πόπ’λλου Στερελ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀλαπόπουλλο Ρόδ.ἀλεπόπον Πόντ. (Χαλδ κ.ἀ.) ἀλεπιδόπ’λλο Θρᾴκ. (Μυριόφ.)ἀλεπουδόπον Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀλεποῦ. Τὸ ἀλεπόπουλλον καὶ παρὰ Δουκ (λ. ἀλεποῦ). Τὸ ἀλεπιδόπ’λλο καὶ ἀλεπουδόπον ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ πληθ. ἀλεπούδες.
Σημασιολογία
Τὸ νεογνὸν τῆς ἀλώπεκος, μικρὰ ἀλώπηξ ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. Ἡ ἀλεποῦ ἑκατὸ χρονῶ, τ’ ἀλεπόπουλλο ἑκατὸ δέκα (ἐπὶ θρασέος καὶ προπετοῦς νεανίσκου ἀντιλέγοντος πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους καὶ ἀξιοῦντος ὅτι καλύτερον αὐτὸς τὰ πράγματα γινώσκει, ὡς ἐὰν τὸ νεογνὸν τῆς ἀλώπεκος ἠξίου ὅτι εἶναι μεγαλύτερον τὴν ἡλικίαν καὶ πυλυπειρότερον τῆς μητρός του. Ἡ παροιμ. πολλαχοῦ ἐν παραλλαγαῖς Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1, 455) πολλαχ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλεπάκι
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA