ἀγριωπὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριωπὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγριωπὸς ἐπίθ. Πελοπν. (Λακων.) Σίφν. κ.ἀ. -Λεξ. Περίδ. ἀγριουπός Σκόπ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀγριωπός. Περὶ τῶν εἰς -ωπὸς ἐπιθ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 456.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων ἀγρίαν ὄψιν, ὁ ἄγριος Σκόπ. κ.ἀ. -Λεξ. Περίδ.: Κοίτα ἀγριουπὰ μάτιˬα ἁπὄχει αὐτὸς δάς! Σκόπ. Ἡ σημ. καὶ παρ᾿ ἀρχ. Πβ. Εὐριπ. Ἡρ. Μαινόμ. 990 «ἀγριωπὸν ὄμμα Γοργόνος» καὶ Βάκχ. 542 «ἀγριωπὸν τέρας». 2) Ὁ ἀγρίαν πως ἔχων τὴν ὄψιν, ὁ ὀλίγον ἄγριος (πβ. διὰ τὴν σημ. ξανθωπὸς=ὀλίγον ξανθός, κοκκινωπὸς=ὀλίγον κόκκινος κλπ.) Πελοπν. (Λακων.) Σίφν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA