ἄγροικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγροικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄγροικος ἐπίθ. Θήρ. Κεφαλλ. ἀνέγροικος Κύθν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγροικῶ τοῦ ἀρκτικοῦ ἀ νομισθέντος στερητ. διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου ἢ ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. ᾿γροικῶ, δι᾽ ὃ ἰδ. ἀγροικῶ.

Σημασιολογία

1) Ἐνεργ. ἀπειθής, παρήκοος (θὰ ἐσήμαινε κατ᾿ ἀρχὰς τὸν μὴ ἀκούοντα) Θήρ. Κεφαλλ. Κύθν. Τέθο͜ιο ἄγροικο παιδὶ δὲν ἠξανάδα ’ς τὸ gαιρό μου! Θήρ. Ἀνέγροικος ποῦ εἶσαι, καημένε! || Φρ. Εἶναι Φράγκος ἄγροικος! (ἀπειθέστατος) Κεφαλλ. Συνών. ἀγροίκητος Β3. 2) Παθ. ὁ μὴ ἀκουόμενος, ὁ περὶ οὗ δὲν λέγεταί τι Κεφαλλ.: Φρ. Εἶναι ἄφανος κιˬ ἄγροικος (οὔτε φαίνεται οὔτε ἀκούεται). Ἐπῆε ἄφανος κιˬ ἄγροικος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/