ἄγρωστι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγρωστι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἄγρωστι ἡ, Λευκ. Ρόδ. Πελοπν. (Μάν.) ἄγρουστι Πελοπν. (Μάν.) Σκῦρ. ἄργουστι Σύμ. ἄγουστι Πελοπν. (Μάν.) ἄγνωστι Ρόδ. ἄγλωσσι Ἀθῆν. Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἑκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄγρωστις. Περὶ τῆς τροπῆς τοῦ ω εἰς ου ἐν τῷ τύπ. ἄγρουστι ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 286. Ὁ τύπ. ἄγλωσσι κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ γλῶσσα. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἔνθ’ ἀν. 2, 219. Περὶ τῆς λ. καὶ τῶν διαφόρων τύπ. αὐτῆς ἰδ. καὶ JKalitsunakis Mittel-Neugr. Erklär. 2 κἑξ.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν κυνόδους ὁ δάκτυλος (cynodon dactylon) τῆς τάξεως τῶν ᾶγρωστωδῶν (graminaceae). Συνών. ἀγράστι, ἀγριάδα (Ι)5α.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/