ἄγρωστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγρωστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἄγρωστος ὁ, ἀμάρτ. ἄγρουστος Κρήτ. Ρόδ. ἄgρουστος Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.) ἄωστρος Κάλυμν. ἄουστρος Λέρ. Νάξ. Πάρ. (Λεῦκ. κ.ἀ.) ἄγλωσσος Ἄνδρ. Κύθν. Σίκιν. Σίφν. Σῦρ. ἄκλωστρος Κάρπ. ἄκλουστρος Κάρπ. ἄγρουστας Κρήτ. ἄgρουστας Κρήτ. ἔgρουστας Κρήτ. ἄγουστρας Θρᾴκ. Ἴος ἄωστρας, Ἀμοργ. ἄουστρας Ἀμοργ. Θήρ. Ἴος ἄωστρα ἡ, Ἀμοργ. ἄουστρα Λέρ. Νάξ. ἄγλωσσο τό, Ἀθῆν. -ΠΓεννάδ. 583.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἄγρωστος

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν ἄγρωστι, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Πρέπει κι ὁ γαbρὸς ᾿ς τὸ bάgο σὰν τὸν ἄουστρα ᾿ς τὸ gάbο Θήρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/