ἀγύμναστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγύμναστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγύμναστος ἐπίθ. λόγ κοιν. ἀγύμναγος Κέρκ. κ.ἀ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀγύμναστος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ γυμνασθεὶς καὶ ἰδίως ὁ ὑπέχων στρατεύσιμον ὑπηρεσίαν καὶ οὔπω πρὸς γύμνασιν κληθείς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/