ἀγύμνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγύμνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγύμνι ἐπίθ. οὐδ. Χίος (Νένητ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. οὐδ. ἐπιθ. ἀγύμνιον. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) 200. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ τῶν εἰς –ι οὐδ. ἐπιθ. ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾶ. 37 (1925) 167 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Ἀγύμναστον, ἐπὶ πώλου: Καλὸ μουλάκι θὰ γενῇ, μά ’ν’ ἀκόμη ἀγύμνι Νένητ. || ᾎσμ. Ὁ Κωνσταντῖνος ὁ μικρὸς ὁ Μικροκωνσταντῖνος ἄλογον ἐστράτευγε ἀγύμνι τοῦ πολέμου, μαθάνει το νὰ περπατῇ, μαθάνει το νὰ τρέχῃ (ἐγύμναζε ἄλογον διὰ κανονικὴν ὁδοιπορίαν, ἀγύμναστον διὰ τὸν πόλεμον, ἄπειρον τοῦ πολέμου) Χίος. 2) Οὐσ. κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ. μουλάρι ἢ ἄλογο Χίος: Σὰν ἀγύμνι πηδᾷ αὐτὸ τὸ παιδὶ (σὰν πουλάρι, σὰν ἄλογο). Βρὲ ἀγύμνι, εἶντα κάμνεις ἔτσι νά;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA