ἀγυριστιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγυριστιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀγυριστιˬὰ ἡ, Ἤπ. -Λεξ. Βλαστ. ἀγυρ’στιˬὰ Ἤπ. ἀγυρισιˬὰ Λεξ. Βλαστ. ἀγυρ’σιˬὰ Λέσβ. Σκίαθ. ἀγυρισὰ Θρᾴκ. ἀγυρ’ὰ Ἴμβρ. ἀυρισιˬὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγύριστος. Τὸ ἀγυρισιˬά, δι᾽ οὗ τὸν σχηματισμὸν ἰδ. ἀ- στερητ. 1β, καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἡ μὴ ἐπάνοδος οἴκαδε Σκίαθ.: Ἔπνιξαν τοὺν ἄντρα τῆς δεῖνα κ᾽ ἔγινι ἀγυρ’σιˬά τ᾽ (δὲν ἐπανῆλθε πλέον). 2) Τόπος, ὅθεν δὲν ἐπιστρέφει τις Ἤπ. Θρᾴκ. Ἴμβρ. Λέσβ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Φρ. Ἐπῆγε ’ς τὴν ἀγυριστιὰ (ἐκεῖ, ὅθεν δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἐπανέλθῃ, ἀπέθανε) Ἤπ. Ὤ, ποῦ νὰ πάς ᾿ς τὴν ἀγυριά! (ἀρὰ) Θρᾴκ. Ποῦ πάει πάλι εὐτή; ’ς τὴν ἀυρισιˬά; Ἀπύρανθ. Συνών. ἀγύρισι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA