ἀγύψωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγύψωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγύψωτος ἐπίθ. Ἀθῆν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *γυψωτὸς<γυψώνω.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος, εἰς ὃν δὲν ἀνεμείχθη γύψος: Κρασὶ ἀγύψωτο. Συνών. ἄγυψος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA