ἄγω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἄγω Ἤπ. ᾽Ικαρ. Καππ. (Ἀραβάν. κ.ἀ.) Πόντ. (Νικόπ. κ.ἀ.) ἄγου Λέσβ. ἔγγου Τσακων. Α΄ πληθ. ὑποτακτ. ἄγωμε Ἀντικύθ. Κρήτ. Κύπρ. Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) ἄγ’με Καππ. (Σινασσ.) ἄωμεν Κύπρ. ἄωμε Νάξ. (Φιλότ.) ἄουμεν Κύπρ. ἄμωμε Χίος ἄμε Πόντ. (Κερασ.) ἄμ’ Καππ. ἔμ’ Καππ. Β΄ ἑνικ. προστ. ἄμε κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ.) ἄμεν Πόντ. (Σινώπ.) ἄμεν-νε Μεγίστ. ἄμ-με Σύμ. ἄιμε Καππ. (Σινασσ.) ἄμι βόρ. ἰδιώμ. ἄμη Ἀπουλ. Λυκ. (Λιβύσσ.) ἄμα Καππ. (Ἀραβάν. κ.ἀ.) ἄμο Ἀπουλ. (Καλημ.) ἄμονε Ἀπουλ. (Καλημ. κ.ἀ.) ἔμα Καρπ. ἄγε Λευκ. ἄγγε Τσακων. ἔντζε Τσακων. ἄγι Λέσβ. ἔγε Σίκιν. ἄγιˬα Κύπρ. ἄε Θεσσ. Κεφαλλ. Κύμ. Λευκ. Σίφν. κ.ἀ. ἄε-dὲ Εὔβ. (Κύμ.) χάε Πελοπν. (Μάν.) ἄι Ἤπ. Κῶς Λέσβ. Λευκ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Πόντ. (Νικόπ.) Σίφν. Τῆλ κ.ἀ. χάι Πελοπν. (Κυνουρ.) ἄ πολλαχ. χὰ Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.) χάντε Σύμ. χαντὶ Πόντ. (Σινώπ.) χάγκε Τσακων. ἄdε Κρήτ. κ.ἀ. ἄδε Χίος (Καρδάμ.) χάδε Εὔβ. (Κύμ) ἄντες πολλαχ. ἄdες Κρήτ. κ.ἀ. ἄdι Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Κυδων. ἄιντε σύνηθ. ἄιντε-ντὲ πολλαχ. ἄιdε πολλαχ. καὶ Καππ. ἄιdες Κρήτ. κ.ἀ. ἄιdι Λέσβ. ἄιντου Πελοπν. (Μάν.) ἄdιˬε Πελοπν. (Λακων.) ἔς Κερκ Β΄ πληθ. προστ. ἀγωμέτε Κρήτ. ἄμετε Κάσ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύπρ. Κῶς Νίσυρ. κ.ἀ. ἄμιτι Θεσσ. ἄμ’τε Καππ. (Σίλ. κ.ἀ.) ἀμέτε Καππ. Κάρπ. Κρήτ. Κῶς Νίσυρ. Σίφν. κ.ἀ. ἀμέντε Καππ. (Φάρασ.) ἀμέστεν Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ἀμέτι Λέσβ. κ.ἀ. ἀιμέστι Ἤπ. ἄιμιστι Ἤπ. ἀμῆτε σύνηθ. καὶ Πόντ. ἄμητε Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀγιˬᾶτε Κύπρ. ἄετε Κύπρ. ἄ᾽τε Καππ. (Σινασσ.) κ.ἀ. ἄ’τι Λέσβ. ἄτε Κύπρ. Πελοπν. (Σαραντάπ.) Πόντ. κ.ἀ. ἀτῆτε Θρᾴκ. Πόντ. (Ἀμισ. κ.ἀ.) ἄτ’ Κύπρ. χάτε Κύπρ. Κῶς Πόντ. ἄτες Κύπρ. χάτες Κύπρ. ἄιτε Ἤπ. Καππ. Κύπρ. Κῶς Πελοπν. (Λάστ.) Πόντ. (Σάντ.) ἀιτῆστε Θεσσ. (Ὄλυμπ.) χάιτε Κύπρ. Κῶς χαϊτέστε Πόντ. ἄιστε Ἤπ. Κρήτ. Πελοπν. (Οἰν.) χάιστε Πελοπν. (Καλάβρυτ. Τρίκκ.) κ.ἀ. χάστε Πελοπν. (Μάνη) ἄιτι Ἤπ. ( Ζαγόρ.) χάιστι Στερελλ.(Αἰτωλ.) ἄιτε Πελοπν. (Μεγαλόπ.) ἄντε σύνηθ. ἀντῆτε Θρᾴκ. χαντῆστε Σύμ. ἀdέστε Κρήτ. Νάξ. ἀdίτι Σκόπ. ἀdοῦdε Βιθυν. ἀdοῦτι Κυδων. ἀιντέστε σύνηθ. ἄιdεστε Κρήτ. ἀϊdέστε πολλαχ. ἄιdιτι Λέσβ. ἀιdοῦτι Λέσβ. (Καλλον. Φίλ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἄγω. Οἱ τύπ. ἄγωμε, ἄμε, ἀμέτε καὶ μεσν., ὁ δὲ ἀγωμέτε καὶ παρὰ Σαχλίκ. Τὸ ἄμε προῆλθεν ἐκ τοῦ ἄγωμε κατὰ συγκοπὴν, περὶ οὗ πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 111, τὸ δὲ ἄμωμε κατὰ σύμφυρ. ἐκ τοῦ ἄγωμε καὶ ἄμε. Περὶ τοῦ τονισμοῦ τοῦ ἀμέτε καὶ τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ ἀμῆτε πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 98. Τὸ ἀμέστε κατὰ τὸ πέστε, δέστε κτλ. Ὁ τύπ. ἄμη προῆλθεν ἐκ τοῦ πληθ. ἀμῆτε, ὁ δὲ ἔμα ἐκ τοῦ ἄμε κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ἔλα, μεθ’ οὗ ἐνίοτε συνεκφέρεται ὡς ἄμε κ᾿ ἔλα. Ὁ ἄτε ἐκ τοῦ ἄετε παρὰ τὸ ἄγετε, ὁ δὲ ἄντε ἢ ἐκ τοῦ ἄτε τοῦ ἀήχου τ τραπέντος εἰς ἠχηρὸν ντ ἢ ἐκ τοῦ ἄ καὶ τοῦ ντέ Πβ. ἔλα ντέ, μίλα ντὲ καὶ τὸ ἀρχ. «ἄγε δή». Τὸ ς τῶν τύπ. ἄτες καὶ χάτες ὀφείλεται εἰς τὴν συνεκφ., οἷον ἄτε ᾿ς τὸ καλό, χάτε ᾿ς τὴν ὀργὴ-’ς τὸ διάβολο. Τὸ ἀρκτικὸν χ τύπων τινῶν, ὡς χάτε, χάιστε, χάδε, χάγκε, εἶναι παράστασις τοῦ δασέος πνεύματος τοῦ ἐξερχομένου τοῦ στόματος ἐπὶ ἐμφάσεως. Περὶ τοῦ ἔγγου ἰδ. ΣΔεινάκ ἐν Ἀθηνᾷ 30 (1927) 197.

Σημασιολογία

1) Μετβ. ὁδηγῶ, φέρω, κομίζω, ἐπὶ ἐμψύχων καὶ ἀψύχων Λέσβ. Τσακων. Ἔλα ὕπνου τσ᾿ ἔπαρ᾿ του τσ᾿ ἄγι του ᾽ς τ᾿ ἀγᾶ τ᾿ ἀμπέ’ (βαυκάλ.) Λέσβ. Κάκιˬα ν᾿ ἤγκιˬαϊ ἔγγουντε ἀθροῖποι (κἄπου τὴν ὡδήγουν ἄνθρωποι) Τσακων. || ᾎσμ. Ἔλα τσὶ σύ, μικρὰ πουλλί, τσὶ φάγι τοὺ μυˬαλό μου τσὶ χιριτίσματα πουλλὰ ἄγι ’ς τὴ Ρηγινιˬώ μου Λέσβ. Μετὰ τῆς σημ. ταύτης λέγονται καὶ οἱ τύπ ἄγωμε (ἀρχ. ἄγωμεν), ἀγωμέτε, ἄμε, ἀμέτε, ἀτῆτε καὶ ἄντε καὶ λοιποί, οἱ ὁποῖοι ἔλαβον σημ. προστ. ἄγε, ἄγετε κοιν. Ἄμε τὸ σακκὶ ᾿ς τὸ σπίτι σας κοιν. Ἄμε τὸ κάνιστρο τῆς ξένης γυναίκας Θήρ. Ἄγωμε τὸ καλάθι ᾿ς τὸ σπίτι σας (φέρε, κόμισον) Κρήτ κ.ἀ. Ἀγωμέτε τὸ μουλάρι ᾿ς τὸ στάβλο (ἀγάγετε, ὁδηγήσατε) αὐτόθ. Ἔπαρ᾿ ἀτὰ τὰ μαργαριτάρ καὶ ἄτ’ ἄμε τα’ς τὸ σπίτι σου (λάβε αὐτὰ τὰ μαργαριτάρια καὶ πήγαινέ τα εἰς τὸ σπίτι σου) Πόντ. (Ἀμισ.) Ὅπου νὰ πάτε ἄμ’τε με (ὅπου δήποτε καὶ ἂν μεταβῆτε, ὁδηγήσατέ με μαζί σας) Καππ. Ἀτῆτε ἀτόνα τὸν κερατᾶ, κρεμασῆτε τονε! (ἀπαγάγετε αὐτὸν τὸν κ., ἀπαγχονίσατέ τον) Πόντ. (Ἀμισ.) Ἄdι τα (πήγαινε τα, φέρε τα) Θρᾴκ. (Αἶν.) || ᾎσμ. ’Σ ὅλα τὰ κάστρα ἀμέτε με καὶ ᾿ς σοῦ Νικαίας τὸ κάστρο μή με στείλ’τε (εἰς ὅλα κτλ.) Καππ. 2) Ἀμτβ. πορεύομαι, πηγαίνω κοιν. καὶ Καππ. Τσακων.: Ἄιντε νὰ δῇς. Ἄιντε νὰ φέρῃς. Ἄιντε ’ς τὸ καλό! Ἄι ’ς τὰ κομμάτιˬα! (πήγαινε νὰ χαθῃς, ἄς πάῃ νὰ χαθῇ!) Ἄ’ς τὸ διάβολο! (ἀρά). Ἄ ’ς τὴ δουλε͜ιά σου! σύνηθ. Ἄς ἄγω Καππ. Ἄς ἄγῃ σ’ ἐσένα αὐτόθ. Ἄγιˬα νὰ φέρῃς τὲς αἶγες Κύπρ. Ἀγιˬᾶτε ᾿ς τὴ δουλ͜ειά σας αὐτόθ. Χάε γιˬὰ τὸν πνευματικὸ Μάν. Ἔντζε φέρε κᾶβα (πήγαινε νὰ φέρῃς ξύλα) Τσακων. Ἔντζε, καμπζί μου (πήγαινε παιδί μου). Ἔνζετε ὸ καλὲ (πηγαίνετε εἰς τὸ καλό). Ἔγκου τζαὶ παρίου (πηγαινοέρχομαι) αὐτόθ. Ἄιντε ᾿ς τὸ μήνι! (πήγαινε εἰς τὴν ὀργήν!) Κάλυμν. Ἀdέστε ᾿ς τὴν εὐκὴ τοῦ Θεοῦ! Κρήτ. Ἄντιˬε γιˬὰ νερὸ Λακων. Χάιντε μου νὰ ἰδῇς (πήγαινε σὲ παρακαλῶ νὰ ἰδῇς, πήγαινε πρὸς χάριν μου) Καλάβρυτ. Χάιντεστέ μου! (ἐνν. ᾿ς τὸ καλὸ) αὐτόθ. Χάιστι σεῖς τώρᾳ ᾿ς τὸ σπίτι Αἰτωλ. Ἀουμάκει (ἐκ τοῦ ἄουμε ἐκεῖ=τρέξε πρὸς χάριν μου) Νάξ. Χάι ᾿ς τοὺν κόρακα μ᾽ οὕλου τοὺ σπουρίτ’ σ’! (πήγαινε εἰς τὸν διάβολον σὺ καὶ ὅλη ἡ γενεά σου) Αἰτωλ. Χάγκε ὸ γέρου τὸ διάβολε! (πήγαινε ᾿ς τὸ γέρω τὸ διάβολο!) Τσακων. ᾿Ѐς᾿ς τὴ μάννα σου (πήγαινε ᾽ς τὴ μάννα σου) Κέρκ. ᾿Ѐς ’ς τὸν ἄνεμο! (ἀρὰ) αὐτόθ. ’Ѐς νὰ χαθῇς! αὐτόθ. || Φρ. Ἄγε καλε͜ιά σου! (ἐκ τοῦ ἄγε κάμε δουλε͜ιά σου=φύγε! πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 198) Λευκ. Χάι φάε δρόγκαλα! (λέγεται πρὸς τὸν ἀνοηταίνοντα) Πελοπν. (Σαραντάπ.) || Αἴνιγμ. Ἕνα πρᾶμα ἔγγουντα τζαὶ Κίσου ὧγ’ ξεικάζοντα (ἕνα πρᾶμα πάει πάει καὶ πίσω δὲν κοιτάει. Τὸ βόλι ἢ ὁ ποταμὸς) Τσακων. || Ἄσμ. Βάλτ’ του περίσσιˬα τὴν ταή, τὴ μεταξένιˬα σέλλα καὶ τὰ βαρεˬὰ τὰ φάλαρα, τί θά ’γω μοναχός μου Ἤπ. Ἄγι, ὦ Ἀριτοῦσα μου, τοὺ σπίτι μας τοὺ ξέρεις Λέσβ. Ἄγι, μάνα μου, ᾿ς τοὺ καλό σ’, ἄγι ᾽ς τ᾿ ἀρχουντικό μας αὐτόθ. Ἄετε, βάες, στρώσετε τὴν κλίνην τὴν ἀπάνω Κύπρ. ᾿Εν ταύτῃ τῇ σημ. εὐχρηστεῖ καὶ τὸ α΄ πληθ. πρόσ. τῆς ὑποτακτ. ἄγωμε, ὅπερ ὃμως ἔλαβε σημ. β΄ προσ. ἑνικ. ἢ πληθ. προστ. σπανιώτατα, ὡς φαίνεται, διατηρῆσαν τὴν ἀρχικὴν αὐτοῦ σημ. Καππ. (Σινασσ.) Κρήτ. Πόντ. (Ὄφ.) κ.ἀ.: Ἄγωμε νὰ φέρῃς Κρήτ. Ἄγωμε νὰ φέρετε αὐτόθ. Ἄγωμε κάμε δουλειά σου αὐτόθ. Ἀγωμέτε νὰ δῆτε αὐτόθ. Ἄγωμε μοναχὸς (πήγαινε μόνος) Πόντ. (Ὄφ.) Ἐσὺ ἄγωμε ἐμπρό, ὀ ἄρθωπος ἄς ἔρται ἀποπίσ’ (σὺ πήγαινε ἐμπρός, ὁ ἄνθρωπος ἂς ἔρχεται ἀποπίσω) αὐτόθ. Ἄγ’με σὺ κ’ ἐγὼ ἔρχομαι μαναή μ᾿ Καππ. (Σινασσ.) || ᾎσμ. Χελιδονάκι μου γοργό, γοργό μου χελιδόνι, bέψω σε θέλω κιˬ ἄγωμε, bέψω σε θέλω κιˬ ἄμε ᾿κε͜ιὰ ποῦ ’χω μιˬὰ bαλα͜ιὰ φιλιˬὰ καὶ μιˬὰ gαινουργιˬ’ ἀγάπη (κε͜ιὰ=ἐκεῖ) Κρήτ. Ἡ σημ. αὕτη καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. Η στ. 3787 (ἔκδ. JSchmitt) «ἄγωμε εἰς τὸν τόπον σου τὰ κάστρα νὰ φυλάξῃς». Ὁμοίως τὸ ἄμε καὶ ἔμ᾽ διατηρήσαντα καὶ τὴν ἀρχ. σημ. ἐν Καππ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) προσέλαβον καὶ σημ. β΄ ἑνικ. προσώπ. προστ., τούτου δὲ ὁ πληθ. ἄμετε-ἀμέτε-ἀμῆτε β΄ πληθ. προσώπ. προστ. κοιν. καὶ Ἀπουλ. Πόντ. (Σινώπ.): Ἄμε κ’ ἔλα. Ἀμε νὰ μοῦ φέρῃς τὰ ροῦχά μου. Ἄμε πὲ τῆς ἀδερφῆς σου νά ’ρθῃ. Ἄμε ᾿ς τὸ καλό. Ἄμε ᾽ς τὴν εὐκὴ τοῦ Θεοῦ! σύνηθ. Ἄμε ᾿ς τὸ γέρω διˬάβολο! Ζάκ. Ἄμε ᾽ς τ’ ἀνάθεμα! Σύμ. Ἄμε νὰ χαθῆς! Μάδυτ. Ἄμε ποῦ νὰ σὲ πάνε οἱ τέσσερις! (πήγαινε ποῦ νὰ σὲ πάν νεκρὸν ἐπὶ τοῦ φερέτρου εἰς τὸν τάφον! Λέγεται πρὸς τὸν μὴ θέλοντα νὰ μεταβῇ, ὅπου πέμπεται) Θήρ. Ἄμι, νὰ μή σι στείλου! (ἐνν. ᾿ς τὸ διάβολο. Ἀπειλὴ κατὰ τοῦ μὴ θέλόντος νὰ φύγῃ ἢ νὰ μεταβῇ ὅπου πέμπεται) Σάμ. Ἄμε! (μετ᾿ ἐμφάσεως λεγόμενον=φύγε! χάσου! ξεκκουμπίσου!) Πελοπν. (Οἰν.) Ἀμέτε νὰ ᾿δῆτε ἄν ἔρχεται ὁ πατέρας σας Κρήτ. Ἀμέτε δά, ἂς εἶναι κιˬ ἀργὰ Σίφν. Ἄμετε τώρᾳ φέρτε Κῶς Ἀμέτε κ’ ἐλᾶτε αὐτόθ. Ἄμιτι ᾿ς τοὺ διˬάβουλου! Θεσσ. Ἀμῆτε ᾿κεῖ ποῦ δὲ σᾶς στέλλω! (εὐφημ. ἀντὶ τοῦ ’ς τὸ διˬάβολο!) Κῶς Ἀμῆτε! (ἀπέλθετε, φύγετε πάραυτα!) Πόντ. (Σινώπ.) Ἄμε καλε͜ιά σου! (ἐκ τοῦ ἄμε κάμε δουλε͜ιά σου) Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) Πβ. ἀνωτ. ἄγε καλε͜ιά σου. Ἄμε καὶ σύ! (ἐπὶ θαυμασμοῦ καὶ ἐκπλήξεως=καλέ, τί λές!) Ζάκ. Πόντ. Ἄμε ταὶ νὰ πάς τὸ παιδὶν ηὗρεν ἕνα βοσκὸν (διαρκῶς βαδίζον κτλ.) Κύπρ. Ἄμεν-νε μὲ τὰ νερά του νὰ τὸν καταφέρῃς (πήγαινε μὲ τὴν ἰδέαν του διὰ νὰ τὸν πείσῃς) Μεγίστ. Σοὺ ἄμονε ᾿ς τὴν ἀδερφή μου (σοὺ=σὺ) Ἀπουλ. Εἰς τὸ ἄμε ἐπήαμεν καλά, εἰς τὰ στραφῆν’ μας ὅμως ἐδυσκολευτήκαμεν πολλὰ (στραφῆν’=ἐπάνοδος) Κύπρ. Ἀς σ’ ἄμε κ᾽ ἔλα, ἄμε κ᾽ ἔλα, τὰ ποδάρ μ’ ἐξῆβαν (ἀπὸ τὸ ἄμε κ᾽ ἔλα ἐβγῆκαν τὰ ποδάρια μου, ἤτοι ἐξηρθρώθησαν) Κερασ. Ἄς ἄμ’ ἢ Ἄς ἔμ’ (ἄγωμεν) Καππ. Ἄι ἄς ἄμε ᾿ς σ᾽ ὄρος (ἐμπρός, ἂς πηγαίνωμεν εἰς τὸ ὄρος) Κερασ. || ᾌσμ. Κιˬ ὥστε νὰ πῇ ἔχετε γε͜ιάν, ἐπῆρεν χίλιˬα μίλιˬα, κι ὥστε νὰ π᾿ ἔμα ᾿ς τὸ καλό, ἐπῆρε δυˬὸ χιλιˬάδες Κάρπ. Σύριτ’, ἀμῆτ’, ἀδέρφια, ’ς τὴν ὥρα τὴν καλὴ Λυκ. (Λιβύσ.) 3) Οἱ τύπ. ἄγε, ἄγετε, ἄμε καὶ οἱ ἐκ τούτων προελθόντες λαμβάνονται ὡς μόρια παρακελευσματικὰ κοιν. καὶ Καππ. (Φερτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Νικόπ. Τραπ. Χαλδ.): Ἄγι νὰ παγαίνουμι (ἐμπρός, ἄς πηγαίνωμεν) Λέσβ. Ἀγι νὰ πά δοῦμι τὰ βόδιˬα αὐτόθ. Ἄγιˬα βρέ, παρπάτει Κύπρ. Ἄγιˬα τοιμήσου, μάνα μου, τ’ ἐγὼ σὲ νουνουρίζω αὐτόθ. Ἄε πιˬάσε πιρούνι (ἐμπρός, ἄρχισε νὰ τρώγῃς) Σίφν. Ἄι νὰ φύγουμε Πελοπν. Ἄι σύρι ᾿ς τὴ μάννα σ’ (ἐμπρός, πήγαινε εἰς τὴν μάνναν σου) Μακεδ. Χάι νὰ πάμε Κυνουρ. Χά νὰ φύγουμι Αἰτωλ. Ἄι, μελίσση, ἄι! (προτροπὴ πρὸς ἀροτῆρα βοῦν, ἐμπρός! ἐπὶ τὸ ἔργον!) Τῆλ. Ἄ’ ἄς ἔχρουμαι (ἂς ἔλθω) Νικόπ. Ἄντ᾽ ’ὰ φάωμεν (ἐμπρός, νὰ φάγωμεν) Χίος Χάιd’ ἂς πάμε Πόντ. (Χαλδ.) Ἄιντε ἄς ἄμε Καππ. (Φερτ.) Ἄιτι νὰ παλαίψουμ’ Σαμοθρ. Ἄιτε πάμε Πόντ. (Τραπ.) Ἄιντε κολυμπήσουμε Ἤπ. Ἄιτε ἄς ἄμ’ (ἐμπρός, ἂς πηγαίνωμεν) Καππ. Ἄτε νὰ δακώσουμε νιˬὰ χαιˬά, γιˬατ᾿ εἶμαι νηστικὸς ἀπὸ τὴν αὐγὴ Πελοπν. (Σαραντάπ.) Ἄιστε, παιδιˬά μ’, νὰ φύγουμε Ἤπ. Ἄιdεστε νὰ κλώθωμε Κρήτ. Χαϊτέστε ἂς πάμε Πόντ. Ἀιdοῦτι νὰ πλαγιˬάσουμι Λέσβ. (Καλλον.) Γιˬὰ ἀdέτι νὰ τελ͜ειώσουμι γλήγουρα τὴ δ’λε͜ιά μας Αἰτωλ. Χάιντε χάιντε κ᾽ ἐπῆγε (βραδέως, ἀλλὰ διαρκῶς βαδίζων ἔφθασε) Πελοπν. (Σουδεν.) Χάιντε χάιντε χάιντε ’ς τὴ δουλε͜ιά, ὥς ποῦ ξεπατώθη (διαρκῶς ἐργαζόμενος ἀπέθανεν ἐκ κοπώσεως) Πελοπν. (Τρίκκ.) Ἄdε δὰ καὶ θὰ λογαριˬαστούμενε! (μένε ἥσυχος καὶ θὰ λογ. Ἀπειλὴ) Κρήτ. Ἔχου᾿ς τοὺ σπίτ’ ἕνα κρασέ’ ποῦ ἄιdι ἄιdι! (ἔχω εἰς τὸ σπίτι ἕνα κρασὶ ποῦ σ’ ἐνθουσιάζει) Λέσβ. Ἄμε νὰ πάς (πήγαινε) Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. Ἄμε δέβα (πήγαινε δέβα=διάβαινε) Κερασ. Ἄ τὴ μία ἄ τὴν ἄλλη, ἀγγαστρώνεται ἡ βασίλισσα μὲ τὸ δράκω (ἐκ παραμυθ.) Θήρ. Τοὺς ἔδουσι ἀπὸ λίγου κρασὶ νὰ πιˬοῦν κιˬ ἂ ’κόμα λίγου ἄ ᾿κόμα λίγου, ὅσο ποῦ τοὺς μέθ’σι καλὰ καλὰ (ἐκ παραμυθ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ‖ Φρ. Ἄ νὰ σὲ δῶ! (προτροπὴ) σύνηθ. Ἄι δὰ κ’ ἐγὼ σὲ σάζω! (ἆ, ἔννο͜ια σου καὶ ἐγὼ θὰ σε διορθώσω! Ἀπειλὴ) Λευκ. Ἄι δὰ κ’ ἔννο͜ια σου! (συνών. τῇ προηγουμένῃ) αὐτόθ. Ἄιdε κ’ ἐσύ! (σιώπα, καλὲ καὶ σύ! κυρίως φύγε ἀπ’ ἐδῶ μ’ αὐτὰ ποῦ λές!) Πόντ. (Χαλδ.) Καλὲ, ἄντες! (συνών. τῇ προηγουμένῃ) σύνηθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/