ἀγωγιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγωγιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγωγιˬάζω Ἤπ. Πελοπν. (Γέρμ. Καλάβρυτ. Οἰν.) Σῦρ. ἀγουγιˬάζου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀγουιˬάζου Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀγωγιˬάζω.

Σημασιολογία

Ι) 1) Δίδω παρέχω ζῷον μὲ ἀγώγι, μισθῶ Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) κ.ἀ.: Τὸ ἀγώγιˬασα •τ’ ἄλογο εἴκοσι γρόσιˬα Ἤπ. 2) Λαμβάνω ζῷον μὲ ἀγώγι, μισθοῦμαι Ἤπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Οἰν.) Στερελλ. (Αἰτωλ): Θέλω νά ’βρω κἄνα ζῷ ν᾽ ἀγωγιˬάσω Καλάβρυτ. Ἀγώγιˬασα τὸ μουλάρι τοῦ δεῖνα καὶ κουβάλησα χωρύκι (ἄσβεστον) Γέρμ. Ἀγώιˬασα μπλάρ’ νὰ πάου Αἰτωλ. Ἀγωγιˬάστηκαν τ᾿ ἄλογα ἀπὸ τὸν δεῖνα Ἤπ. || Φρ. Ἀγώιˬασα τοὺ διˬάουλου μ᾽ μ’ αὐτὸ τοὺ μπλἀρ’ π’ ἀγόρασα (ἐπὶ ἡμιόνου δυστρόπου) Αἰτωλ. 3) Μετέρχομαι τὸν ἀγωγέα, ὑπηρετῶ ὡς ἀγωγιάτης Ἄνδρ.: Θά ’ρχω τσ᾿ ἐγὼ ν᾿ ἀγωγιˬάζω. ΙΙ) Παθ. μεταφ. ἀσθενῶ Πελοπν. (Τρίκκ. Συκεˬὰ Κορινθ.): Ἀγωγιˬάστητε ὁ δεῖνα Τρίκκ. Πάλι μοῦ ἀγωγιˬάστητε τὸ παιδὶ αὐτόθ. Ν’ ἀγωγιˬαστῇς! (νὰ περιπέσῃς εἰς βαρεῖαν ἀσθένειαν! Ἀρὰ) Συκεˬὰ Κορινθ. ΙΙΙ) Ἐξαφανίζομαι Πελοπν. (Καλάβρυτ. Συκεˬὰ Κορινθ.): Ἀγωγιˬάσ’ ἀπὸ μπροστά μου! (νὰ φύγῃς! Συνών φρ. νὰ γκρεμιστῇς! Ἀρὰ) Καλάβρυτ. Τ᾿ ἀγωγιˬασμένο, τί μοῦ ᾿κανε! (τὸ ἄξιον ὀλέθρου, ὃ εἴθε ν’ ἀπόληται. Ἀρὰ) Συκεˬὰ Κορινθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/