ἀγωγίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγωγίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγωγίζω ἀμάρτ. ἀουΐζω Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγωγός.

Σημασιολογία

Ἀνοίγω ἀγωγόν, ὀχετὸν ὕδατος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/