ἄγωμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄγωμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄγωμαν τό, Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἄγωμα ἡ, Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ τύπ. ἄγωμε τοῦ ρ. ἄγω. Διὰ τὸν τύπ. ἄγωμα πβ. ἡ ἔλα παρὰ τὸν συνήθη τύπ. τὸ ἔλα.
Σημασιολογία
1) Ἡ στιγμὴ τῆς ἀναχωρήσεως, ἡ ἐκκίνησις Πόντ. (Σάντ. Τραπ.): ’Σ σ’ ἄγωμαν ἀπάν’ ἔρθεν ηὗρε με (κατὰ τὴν ἐκκίνησίν μου ἦλθε καὶ μὲ ηὗρε) Τραπ. ’Σ σὴν ἄγωμα μ’ ἀπάν’ αὐτοθ. 2) Ἡ διάβασις, ἡ πορεία δι᾿ ὄρους Πόντ. (Χαλδ.): ᾿Οσήμερον ἄγωμαν ’κὶ γίνεται (σήμερον δὲν γίνεται διάβασις τοῦ ὄρους).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA