ἀεριτζῆς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀεριτζῆς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀεριτζῆς ὁ, Ἀθῆν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀέρας καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ιτζῆς.
Σημασιολογία
1) Ὁ παίζων μὲ ἀέρα, ἤτοι χωρὶς κεφάλαια, ἐν τῷ χρηματιστηρίῳ ἢ μετερχόμενος παραπλήσια ἐπαγγέλματα. 2) Μισθωτὸς χαρτοπαικτείου παίζων διὰ χρημάτων τοῦ καταστήματος, ἵνα παρασύρῃ ἄλλους παριοταμένους παίκτας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA