ἀερολογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀερολογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀερολογῶ (Ι) λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀερολόγος.
Σημασιολογία
Λέγω λόγους κενούς, λόγιˬα τ᾽ ἀέρα: Αὐτὸς ἀερολογεῖ, μὴν τὸν ἀκούτε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA