ἀερολογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀερολογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀερολογῶ (ΙΙ) Θήρ. Μέσ. ἀερολοΐζομαι Θήρ. ἀερολοΐζουμαι Πελοπν. (Λακων.) ἀγερολοΐζουμαι Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀέρας καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –λογῶ.

Σημασιολογία

1) Μέσ. δροσίζομαι Πελοπν. (Λακων.) β) Ὑφίσταμαι ψύξιν. Συνών. κρυολογῶ. 2) ᾿Ενεργ. ἀερίζω, ἐκθέτω εἰς τὸν ἀέρα ἔνθ’ ἀν.: ᾿Αερολογῶ τὸ σπίτι σὰν ἀνοίξω τὸ παράθυρο Θήρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/