ἀεροπαίρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀεροπαίρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀεροπαίρνω Πελοπν. (Γορτυν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀέρας καὶ τοῦ ρ. παίρνω.
Σημασιολογία
Τρελλαίνομαι, παραφρονῶ, ἤτοι παίρνουν ἀέρα τὰ μυˬαλά μου. Πβ. ἀερογεμίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA