ἀεροπλάνο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀεροπλάνο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀεροπλάνο τό, κοιν. ἀερόπλανο σύνηθ. ἀρεόπλανο Κρήτ. Παξ. Προπ (Κύζ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ λογ. οὐσ. ἀεροπλάνον, ὃ ἐκ τοῦ Γαλλ. aéroplane.
Σημασιολογία
Μηχανικὴ συσκευὴ ἱκανὴ νὰ πετᾷ εἰς τὸν ἀέρα κοιν.: Περνάει ἕνα ἀερόπλανο. Τί κρότο ποῦ κάνει τ᾿ ἀεροπλάνο, σὰν περνάῃ ! κοιν. ᾽Εγυρίζανε ὅλη μέρα τ᾽ ἀρεόπλανα ἀποπάνω ’πὸ τὰ σπίτιˬα μας Παξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA