άερόπουλλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
άερόπουλλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀερόπουλλο τό, (Ι) ἀμάρτ. ἀγερόπ’λλο Τῆν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀέρας καὶ πουλλί.
Σημασιολογία
᾽Αεροπλάνο, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA