ἀερόσκαλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀερόσκαλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀερόσκαλα ἡ, Λεξ. Ἐλευθερουδ. Μ.᾿Εγκυκλοπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀέρας καὶ σκάλα.
Σημασιολογία
1) ᾿Αποβάθρα τῆς παραλίας, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἀνασύρονται ὑδροπλάνα, ὑδρόσκαλα. 2) Ἡ ὅλη περιοχὴ ἡ περὶ τὴν ἀποβάθραν, ἡ χρησιμεύουσα διὰ τὴν ἐπιβίβασιν ἐπιβατῶν ἐπὶ ὑδροπλάνων, ἀνεφοδιασμὸν αὐτῶν κτλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA