ἀετόπετρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀετόπετρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀετόπετρα ἡ, Λεξ. Περίδ. Βυζ. ἀεˬτόπιτρα Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀετὸς καὶ πέτρα.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀετίτης λίθος τῶν ἀρχαίων ἀπαντῶν κατὰ παράδοσιν καὶ εἰς φωλεὰς ἀετῶν Λεξ. Περίδ. Βυζ. (᾿Ιδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν ’Αθηνᾷ 29 <1917> Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 175). 2) Ἔρημος βράχος, ὑψηλὴ κορυφὴ βουνοῦ, σταθμὸς ἢ κατοικία ἀετῶν Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. ᾿Αεˬτόπιτρα Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾽Αεˬτόπιτρις Στερελλ. (Ναύπακτ. Ζίλιστ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA