ἀετόπουλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀετόπουλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀετόπουλλο πολλαχ. ἀεˬτόπουλλον Πόντ. (Κερασ.) ἀεˬτόπουλλο Θήρ. κ.ἀ. –ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,216 (ἔκδ. Μαρασλῆ) ἀεˬτόπ’λλου Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀεˬτενόπον Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀετόπουλλον.

Σημασιολογία

1) Ὁ νεοσσὸς τοῦ ἀετοῦ κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ.): Καθημέρα πήγαινε ἕνα φίδι κ᾿ ἔτρωγε τ᾽ ἀεˬτόπουλλα (ἐκ παραμυθ.) Δαρδαν || ᾎσμ. Ἔρται καὶ τὸ ἀεˬτόπουλλον, παρακαλεῖ καὶ λέγει Κερασ. -Ποίημ. Ἡ μάννα σου ’ς τὸν κόρφο της σ᾿ ἔσφιγγε πεταρούδι καὶ σήμερον ἀεˬτόπουλλο πετᾷς γοργὰ γοργὰ ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀετάκι, ἀετούδι, ἀετούτι. 2) Τὸ μεγαλύτερον τῶν σελαχίων, σκυλλόψαρον (myliobatis apuila) Θήρ. Συνών. ἀετὸς 5.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/