ἀετόψαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀετόψαρο

Τύπος

Παραλλαγή

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικο

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀετόψαρο τό, Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀετὸς καὶ ψάρι.

Σημασιολογία

Εἶδος ἰχθύος. Πβ. ἀετὸς 5.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/