ἀετωνύχι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀετωνύχι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀετωνύχι τό, ᾿Αμοργ. Θήρ. Κέως Νάξ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Λακων. Πάτρ. κ. ἀ.) Τῆν. -ΣΧασιώτ. Ἐλαία 16 ἀεˬτωνύχι ᾿Αθῆν. Εὔβ. Ζάκ. Κεφαλλ. Κύθηρ. Παξ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Κορινθ. Κορών. Λάστ. Οἰν. Σουδεν.) ἀεˬτουνύ' Θεσσ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀεˬτωνύσι ᾿Αμοργ. Σῦρ. ἀεˬτανύχι Κῶς ἀεˬτανύ’ Σάμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀετὸς καὶ νύχι.

Σημασιολογία

1) Ὁ ὄνυξ τοῦ ἀετοῦ Πελοπν. (Σουδεν.): ᾎσμ. Κιˬ’ ὁ Τσιˬώνης δὲν τὸ σκιˬάζεται τὸ φοβερὸ ἀεˬτωνύχι. 2) Εἶδος σταφυλῆς ὄψιμον, εὐῶδες, λευκὸν ἢ μέλαν μετὰ πολλῶν παραλλαγῶν, μὲ ρᾶγας δὲ ἐλλειψοειδεῖς, ὀλίγον κυρτωμένας καὶ ἀποληγούσας εἰς ἄκρον ὀνυχοειδές, ἡ τῶν ἀρχαίων δακτυλῖτις σταφυλὴ ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Σταφύλι κιˬ ἀεˬτωνύχι | νὰ ζῇ ὁ γαμβρὸς κ᾿ ἡ νύφη Κορινθ. 3) Ὁ καρπὸς ἐλαίας τῆς μακροκάρπου, ἐλλειψοειδής, ἀπολήγων εἰς ἄκρον ὀνυχοειδὲς ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀετώνυχος 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/