ἀζαγιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀζαγιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικο

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀζαγιˬὰ ἡ, Κύπρ. ἀζ-ζαγιˬὰ Κύπρ. ἀσγαγιˬὰ Κύπρ. ᾿γαγιˬὰ Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄζα καὶ ἀγνώστου β΄ συνθ. Κατὰ ΓΛουκᾶν Λεξιλ. Κυπρίων 17 ἐκ τοῦ *αζαγαία. Ὁ τύπ. ’γαγιˬὰ παρὰ τὸν τύπ. (ἀ)σγαγιˬὰ ἐκ τῆς γενικ. τῆς ᾽σγαγιᾶς κατ’ ἀφαίρ. τοῦ σ.

Σημασιολογία

1) Αἰθάλη. Συνών. καπνιˬά. 2) Τέφρα ἀπομένουσα μετὰ τὴν τελείαν ἀποτέφρωσιν χάρτου, ὑφάσματος κττ.: ᾿Εγινῆκαν τέλε͜ια ἀζαγιˬὰ τὰ ροῦχα (ἐφθάρησαν ἐκ τῆς πολυκαιρίας τόσον, ὥστε μόλις τὰ ἐγγίσῃ τις διαλύονται). 3) Ἱστὸς ἀράχνης καὶ δὴ ἐρρυπωμένος: Καθάρισε τὸν τοῖχον ’ποὺ τὲς ᾿γαγιˬές. 4) Τὸ ἔντομον ἀράχνη. Συνών. ἀνυφαντάρις. Πβ. ἄζα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/