ἀζάπης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀζάπης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀζάπης ἐπίθ. (ΙΙ) Κάρπ. ἀτζάπης Κάρπ. (Ἔλυμπ.) ᾿ζάπης Κάσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ᾽Αραβοτουρκ. azap=βάσανος, τιμωρία.

Σημασιολογία

Ταλαίπωρος, δυστυχὴς ἔνθ’ ἀν.: Πήαινε, ’ζάπη ! (καημένε) Κάσ. || ᾎσμ. Ἤσφαξές με τὸν ἀτζάπη | σὰν ἀρνὶν εἰς τοῦ χασάπη Ἔλυμπ. Συνών. καηˬμένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/