ἀζατιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζατιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀζατιˬὰ ἡ, Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀζάτι.
Σημασιολογία
Τὸ ἀπεριόριστον, ἡ ἐλευθερία τῶν ζῴων νὰ βόσκουν εἰς ἀπηγορευμένας βοσκάς: Ἔχομε μεγάλη ἀζατιˬὰ ᾿ς τὸ χωριˬό μας καὶ γίνονται πολλὲς ζημιˬὲς ’ς τὰ σπαρτὰ ἀπὸ τὰ βόδιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA