ἀζαχάριˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀζαχάριˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀζαχάριˬαστος ἐπίθ. Λεξ. ᾽Ελευθερουδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ζαχαριˬαστὸς < ζαχαριˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ μεμειγμένος μετὰ ζαχάρεως. 2) Ὁ μὴ κρυσταλλωθείς, ὁ μὴ ζαχαροποιηθείς. ᾽Αντίθ. ζαχαριˬασμένος, ζαχαρωμένος (ἰδ. ζαχαριˬάζω, ζαχαρώνω). Πβ. ἀζαχάρωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/