ἀζέστατος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀζέστατος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀζέστατος ἐπίθ. Κρήτ. ἀζέστατους Μακεδ. ἀζέστετος Πόντ. (Τραπ.) ἀζέσταγος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. ἀζέσταος Πόντ. (Τραπ.) ἀζέσταους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ζεστατὸς < ζεσταίνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ὑποβληθεὶς εἰς θέρμανσιν, ὁ μὴ θερμανθεὶς ἔνθ’ ἀν.: ᾿Αζέστατο νερὸ Κρήτ. ᾿Αζέστατου φαγεῖ δὲν τρώγιτι Μακεδ. ᾽Αζέστετον ἔν’ τὸ φαεῖν Τραπ. Γουνιˬὰ ἀζέσταη Αἰτωλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/