ἀζινοβολῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζινοβολῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀζινοβολῶ ἀμάρτ. ἀζινολοῶ Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀζῖνα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -βολῶ. Ὁ τύπ. ἀζινολοῶ κατ᾽ ἀναγραμματισμὸν ἐκ τοῦ ἀζινοβολῶ, ὅθεν ἀζινοολῶ-ἀζινολοῶ.
Σημασιολογία
’Εκπέμπω σπινθῆρας, σπινθηροβολῶ: Ὁ ζαυλὸς ἀζινολοᾷ (ζαυλὸς=δαυλός). Νὰ σοῦ ᾿ώσω ἕναν πάτσον ν᾿ ἀζινολοήσουν τ᾿ ἀμμάδκιˬα σου ! ᾿Αζινολοῆσαν τ᾽ ἀμμάδκιˬα του ’ποῦ τὴν πατεˬάν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA