ἀζιπούνιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀζιπούνιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀζιπούνιˬαστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀζουπούνχτος Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ζιπουνιˬαστὸς < ζιπουνιˬάζω.

Σημασιολογία

Ὁ ἄνευ ἱματίου, ὁ μὴ ἐνδεδυμένος ἱμάτιον ἔνθ’ ἀν.: Ἡ κουτή μας ἐπέμ’νεν ἀζουπούνχτος (ἡ κόρη μας ἔμεινε κτλ.) Κοτύωρ. Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/