ἄζουδος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄζουδος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄζουδος ἐπίθ. Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. Πελοπν. (Λάκων. Μάν. Οἴτυλ.) ἄζουδε Τσακων. ἀζούδης Πελοπν.(Λακων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. ζούδι. Πβ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 36 (1924) 193 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Ἄμοιρος, κακότυχος, δυστυχὴς Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. Πελοπν. (Λακων. Μάν. Οἴτυλ.): Τι' ἔπαθες, ἄζουδε; Κρήν. Ἀδικοῦν ἐμᾶς τσ᾿ ἄζουδους καὶ τσ᾿ ὀρφανοὺς Κρήτ. || Φρ. Ἄνομά σου, ἄζουδε ! (δυστυχία σου, κακότυχε!) αὐτόθ. Ἐγόι σου, ἄζουδε ! (ἀλλοίμονό σου, δυστυχισμένε !) αὐτόθ. Τὸ ἄζουδο ! (τὸ καημένο! χαϊδευτικὴ προσφώνησις) αὐτόθ. || ᾎσμ. Οἱ Σφακιανοὶ ’ποφάσισα πόλεμο νὰ σηκώσου, τὴν ἄζουδη πατρίδα των νὰ τὴν ἐλευθερώσου αὐτόθ. ᾿Αντίθ. ζουδερός. 2) Ἄνευ ἐνεργητικότητος, νωθρὸς Τσακων. Συνών. ψόφιˬος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA