ἄζουλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄζουλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄζουλα ἡ, Ἰθάκ. Κεφαλλ.. Παξ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Ἑνετ. asola.
Σημασιολογία
᾿Ενετή, κόπιτσα ἔνθ’ ἀν.: Ἔρραψα τοὶ ἀρσενικὲς ἄζουλες, θὰ ράψω καὶ τοὶ θηλυκὲς καὶ θά ’ναι σὲ λίγο χαζίρι (ἕτοιμο) ᾿Ιθάκ. Θέλει ἄζουλες νὰ κολλήσῃ ᾿ς τὸ φόρεμά της Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA