ἀζούλιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζούλιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀζούλιˬαστος ἐπίθ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ἀζούλιˬαχτος Εὔβ. (Κονίστρ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Τρίκκ.) Στερελλ. (Ἄμφ.) ἀζούλιˬαγος Πελοπν. (Καλάβρυτ.).
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ζουλιˬαστὸς < ζουλιˬάζω.
Σημασιολογία
1) ᾿Αλύγιστος, ἄκαμπτος Πελοπν. (Καλάβρυτ. Τρίκκ.) Στερελλ. (Ἄμφ.) 2) Σκληρός, ἄωρος, ἐπὶ καρπῶν Εὔβ. (Κονίστρ.) Πελοπν. (Τρίκκ.): Ἀζούλιˬαχτο ἀχλάδι-σῦκο κττ. Κονίστρ. ’Αχλάδιˬα ἀζούλιˬαχτα Τρίκκ. Πβ. ἀζούλιστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA