ἀζουλισία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀζουλισία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀζουλισία ἡ, Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀζούλιστος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν ἰδ. ἀ- στερητ. 1 β.

Σημασιολογία

'Η ἔλλειψις εὐνουχισμοῦ, ἐπὶ ζῴων: Τὰ βούδ ἀσ’ σὴν ἀζουλισίαν ἐζαπούνεψαν (οἱ βόες ἀδυνάτισαν ἀπὸ τὸν μὴ εὐνουχισμόν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/