ἀζούλιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀζούλιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀζούλιστος ἐπίθ. Ἄνδρ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ) Σίφν. Σῦρ. Χίος κ.ἀ. ἀζούλιχτος Ἄνδρ. Παξ. Πελοπν. (Τριφυλ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) ἀζού’χτους Μακεδ. ἀζούλιγος Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀζούλιος Παξ. ἀζούγλιστος Πόντ. (Ὄφ.) ἀζούλητος Ἄνδρ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ζουλιστὸς < ζουλίζω, παρ’ ὃ καὶ ζουλῶ, ὅθεν τὸ ἀζούλητος.

Σημασιολογία

1) Ἐπὶ πραγμάτων, ἀλύγιστος, ἄκαμπτος, ὁ ἀνθιστάμενος εἰς πίεσιν σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.): Οἱ ἐλα͜ιὲς ἤτανε ζουλισμένες, λίγες ἤτανε ἀζούλιες Παξ. β) Ὁ μὴ συνεστραμμένος Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.): Τ’ ἕναν τ᾽ ὠτὶν τῆ κιˬαμντ῁ας ἀζούλιστον ἔν᾿ (κιαμντ῁ας=λύρας) Τραπ. Χαλδ. γ) ᾿Αναλλοίωτος, κανονικός, ἐπὶ μήτρας ἐγκύου γυναικὸς διατηρουμένης ἐν τῇ κανονικῇ αὐτῆς θέσει Πόντ. (Τραπ.) Συνών. ἀζάρωτος 3. 2) Ἐπὶ προσώπων, σκληροτράχηλος, ἀγροῖκος, πείσμων Πόντ. (Σάντ. Τραπ.): Πολλὰ ἀζούλιγος ἄνθρωπος ἔν’ Σάντ. Μωρέ, χάσον ἀτον, ἀζούλιστος ἔν᾽ Τραπ. 3) Ἐπὶ ζῴων, ὁ μὴ ὑποστὰς σύνθλασιν τῶν ὄρχεων, ὁ μὴ εὐνουχισθεὶς Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἄλογον-γαρκὸν ἀζούλιγον (γαρκὸν=ταῦρος) Χαλδ. || Φρ. Ἅμον ἀζούλιγον γαρκὸν (ἐπὶ νέου ἀτιθάσου) Χαλδ. Συνών. ἀκοπάνιστος, ἀκόπανος. β) ᾿Ατίθασος Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Πβ. ἀζούλιˬαστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/